- ἐξιδρώσῃ
- ἐξιδρώσηι , ἐξίδρωσιςviolent sweatfem dat sg (epic)ἐξιδρόωperspireaor subj mid 2nd sgἐξιδρόωperspireaor subj act 3rd sgἐξιδρόωperspirefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξίδρωση — η (AM ἐξίδρωσις) [εξιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση … Dictionary of Greek
εξίδρωση — η 1. η έκκριση ιδρώτα, ίδρωμα, εφίδρωση. 2. (ιατρ.), η παθολογική έξοδος στοιχείων του αίματος από τα αγγεία. 3. (βοτ.), η αποβολή υγρού από τα φυτά σε σταγόνες από τα υδροφόρα στόματα ή από ρωγμές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιδρωτικός — ή, ό [εξίδρωση] 1. αυτός που προκαλεί εξίδρωση 2. αυτός που προέρχεται από εξίδρωση … Dictionary of Greek
εξιδρωτικός, -ή — ό 1. που προκαλεί εξίδρωση (βλ. λ.), εφιδρωτικός, ιδρωτοποιός. 2. που προέρχεται από εξίδρωση, που οφείλεται σε εξίδρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… … Dictionary of Greek
κομμεορρητίνη — η χημ. φυσικό μίγμα κόμμεος και ρητίνης που παράγεται με εξίδρωση φυσική ή τεχνητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι, εως + ρητίνη. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gomme resine] … Dictionary of Greek
ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… … Dictionary of Greek
υδροφλόγωση — η, Ν ιατρ. φλεγμονή που προκαλεί εξίδρωση … Dictionary of Greek